σήμαντρο

σήμαντρο
Μεταλλικό αντικείμενο μήκους 1-3 μέτρων, πλάτους 10 εκ. και πάχους 5, που το κρούουν ρυθμικά με κόπανο ή μικρό σφυρί για να ξυπνήσει ή να συνάξει τους μοναχούς ή και να καλέσει τους πιστούς στην εκκλησία. Πριν καθιερωθούν οι καμπάνες στα ελληνικά μοναστήρια και στους ναούς, τα σήμαντρα ήταν πολύ διαδομένα. Λέγονται και σημαντήρια, αγιοσήμαντρα και μεγαλοσήμαντρα.
* * *
το / σήμαντρον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
1. ξύλινο ή μεταλλικό αντικείμενο, συνήθως δοκάρι ή έλασμα, αναρτημένο με αλυσίδα, το οποίο οι μοναχοί χτυπούν ρυθμικά με ειδικό πλήκτρο στα μοναστήρια, σε καθορισμένο χρόνο, όπως προβλέπει το τυπικό («σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι / με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες», δημ. τραγούδι)
2. σφραγίδα, όργανο σφραγίσματος
νεοελλ.
κρουστό μουσικό όργανο, τρίγωνο
μσν.-αρχ.
σφραγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγασ-τρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σήμαντρο — το 1. είδος καμπάνας:Χτυπούν τα σήμαντρα της εκκλησιάς. 2. είδος μουσικού οργάνου, τρίγωνο. 3. σφραγίδα, όργανο για σφράγιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • κρουσματώ — κρουσματῶ, έω (Μ) [κρούσμα] 1. (μτβ.) κρούω το σήμαντρο για έγερση 2. (αμτβ.) (για ξύλινο σήμαντρο) αποδίδω κρότο, παράγω ήχο λόγω κρούσεως («κρουσματοῡντος τοῡ ξύλου», Θεόδ. Στουδ.) …   Dictionary of Greek

  • Neapoli (Kozani) — Stadtgemeinde Neapoli (1986–2010) Δήμος Νεάπολης (Νεάπολη) …   Deutsch Wikipedia

  • βηματάρης — ο [βήμα] 1. σκευοφύλακας μοναστηριού 2. ο μοναχός που χτυπάει το σήμαντρο 3. ο μοναχός που έχει τα κλειδιά της λειψανοθήκης …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • σημάντριον — τὸ, Α [σήμαντρον] το σήμαντρο, η σφραγίδα …   Dictionary of Greek

  • σημαντήρι — το / σημαντήριον, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. το σήμαντρο τών μοναστηριών αρχ. 1. σφραγίδα πάνω σε κάτι που πρέπει να μείνει άθικτο 2. νομισματοκοπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα τήρι(ον) (πρβλ. πειραχ τήρι[ον])] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Ταχυδρομικό και Φιλοτελικό (Αθηνών) — Σκοπός του μουσείου είναι η συγκέντρωση, μελέτη και προβολή των φιλοτελικών θησαυρών της Eλλάδας και η ανάδειξη της ελληνικής ταχυδρομικής ιστορίας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα. Tα 700 τ.μ. του μουσείου μοιράζονται σε δύο αίθουσες του… …   Dictionary of Greek

  • αγιοσίδερο — το σιδερένιο σήμαντρο των εκκλησιών σε παλιότερα χρόνια αντί καμπάνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”